φαντάρος, ο, πλ. φαντάροι, οι κ. φαντάρια, τα, θηλ. φανταρίνα, η, ουσ. [<φανταρία (υποχωρητ.)]. 1. ο στρατιώτης, ιδίως του πεζικού: «κάθε φορά που βλέπει φαντάρο, τον βοηθάει όπως μπορεί, γιατί δεν ξεχνάει πως κι αυτός κάποτε υπήρξε φαντάρος». (Λαϊκό τραγούδι: έλα στην παρέα μας φαντάρε, κάτσε κι ένα ποτηράκι βάλε // και τα φαντάρια σαν και σένα στριφογυρνάνε στο σταθμό κι όπου ανταμώνουνε με τρένα κάτι τα πνίγει στο λαιμό). 2. αυτός που υπακούει πάντα στις προσταγές ή στη θέληση των άλλων, αυτός που εκτελεί άκριτα τις προσταγές ή τη θέληση των άλλων: «από μικρός ήταν αντάρτης και δεν του πήγαινε ποτέ ο ρόλος του φαντάρου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι εγώ για κάτσε-σήκω, δεν κάνω για φαντάρος εγώ. Στον εαυτό μου μόνο ανήκω, κανέναν δε θέλω αρχηγό). Ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της επαρχίας, επειδή ο φαντάρος εξαρτάται απόλυτα από το στρατό δε θεωρείται ως ελεύθερος άνθρωπος κι έτσι ακούγεται το εξής παράδοξο: «κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι ένας άνθρωπος, δυο γυναίκες (βλ. λ.) κι ένας φαντάρος». Υποκορ. φανταράκι, το, (βλ. λ.)·
- είδα το Χριστό φαντάρο, βλ. λ. Χριστός·
- με παίρνουν φαντάρο, καλούμαι να καταταγώ στο στρατό, στρατεύομαι: «τον άλλον μήνα με παίρνουν φαντάρο»·
- πάει φαντάρος, βλ. φρ. τον πήραν φαντάρο·
- πάω φαντάρος, βλ. φρ. φεύγω φαντάρος·
- τον έντυσαν φαντάρο, μετά από πρόσκληση του αρμόδιου στρατιωτικού γραφείου, παρουσιάστηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία: «πέρασαν κιόλας τρεις μήνες, απ’ τη μέρα που τον έντυσαν φαντάρο»·
- τον πήραν φαντάρο, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β. απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- φεύγω φαντάρος, πηγαίνω να καταταγώ στο στρατό, κατατάσσομαι στο στρατό: «την άλλη βδομάδα φεύγω φαντάρος».