φαλτσέτα, η κ. φαλτσέτο, το, ουσ. [<ιταλ. falcetto]. 1. πολύ κοφτερό κοπίδι που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες, ιδίως για να κόβουν τα δέρματα: «πρόσεχε πώς πιάνεις τη φαλτσέτα, γιατί θα κοπείς». 2. χρησιμοποιείται και ως επιθετικό όπλο από ανθρώπους του υποκόσμου·
- θα σου ξηγηθώ φαλτσέτα, (στη γλώσσα της αργκό) θα σου συμπεριφερθώ βίαια, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα σου ξηγηθώ φαλτσέτα»·
- ξηγιέμαι φαλτσέτα, (στη γλώσσα της αργκό) ενεργώ, συμπεριφέρομαι βίαια, δε χαρίζομαι σε κανέναν: «εμένα να μη μου πας κόντρα, γιατί ξηγιέμαι φαλτσέτα»·
- τραβάει φαλτσέτα, (στη γλώσσα της αργκό) είναι πολύ επικίνδυνος, γιατί, όταν μαλώνει, χρησιμοποιεί φαλτσέτα: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε μαζί του, γιατί με το παραμικρό τραβάει φαλτσέτα ο τύπος». (Λαϊκό τραγούδι: ξέρει να μαλώνει σβέλτα και τραβά και τη φαλτσέτα· κανονίζεται εντάξει το στιλέτο σαν αρπάξει).