φαλιμέντο, το, ουσ. [<ιταλ. falimento], η πτώχευση, η χρεοκοπία: «με τέτοια υπέρογκα έξοδα που κάνει, δε θα το γλιτώσει το φαλιμέντο». (Τραγούδι: στο φαλιμέντο του κόσμου αυτού, ο καβαλάρης εγώ τ’ ουρανού, της Αριάδνης το μίτο κρατάς κι απ’ την αρρώστια τους πάλι το σκας
- βαράω φαλιμέντο, βλ. φρ. ρίχνω φαλιμέντο·
- ρίχνω φαλιμέντο, πτωχεύω, χρεοκοπώ: «πώς να μη ρίξει φαλιμέντο με τόσα έξοδα που έκανε!»·
- τραβώ φαλιμέντο, βλ. συνηθέστ. ρίχνω φαλιμέντο.