φαγούρα, η, ουσ. [από το θέμα αορ. φαγ- του ρ. τρώγω + κατάλ. -ούρα], η φαγούρα·
- άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν είχαμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις την καταμέτρηση αυτών των πακέτων, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη φαγούρα δεν είχα! Το ξέρεις πως πρέπει να κατεβώ στο υπόγειο για την καταμέτρηση όλου του στοκ που υπάρχει; || το βράδυ πρέπει να πάμε οπωσδήποτε στο σπίτι της μαμάς. -Άλλη φαγούρα δεν έχουμε!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «πετάξου λίγο μέχρι τη Δ.Ε.Η. να μου πληρώσεις το λογαριασμό! -Άλλη φαγούρα δεν είχαμε! Το ξέρεις πως έχω να τελειώσω ένα σωρό δουλειές; || μην ξεχάσεις να μου φέρεις το πουλόβερ που σου ζήτησα. -Άλλη φαγούρα δεν έχω! Αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·     
- εσύ τι φαγούρα έχεις; ή εσύ φαγούρα έχεις; γιατί ενδιαφέρεσαι, ποιος είναι ο λόγος που ενδιαφέρεσαι για κάποιον ή για κάτι(;): «εσύ τι φαγούρα έχεις και νοιάζεσαι γι’ αυτόν τον άνθρωπο; || εσύ φαγούρα έχεις κι ενδιαφέρεσαι πώς πάει η δουλειά μου;»·
- έχω φαγούρα, α. ενεργώ με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκω να φάω ξύλο: «κλείσε το στόμα σου, γιατί μου φαίνεται πως έχεις φαγούρα μ’ αυτά που λες!». β. θέλω να κάνω έρωτα: «είναι καιρός που δεν πήγα με γυναίκα κι έχω φαγούρα, κάθε φορά που βλέπω την τάδε». γ. (γενικά) θέλω να απολαύσω κάτι: «τον τελευταίο καιρό έχω φαγούρα για ταξίδια || τον τελευταίο καιρό έχω φαγούρα για ξενύχτια και διασκεδάσεις»·
- έχω φαγούρα στην παλάμη μου, βλ. φρ. με φαγουρίζει η παλάμη μου, λ. παλάμη·
- κι είχα μια φαγούρα! ή κι έχω μια φαγούρα! ή κι είχαμε μια φαγούρα! ή κι έχουμε μια φαγούρα! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «κι είχα μια φαγούρα, αν θ’ αγοράσεις καινούριο αυτοκίνητο! || κι είχα μια φαγούρα, αν θα χρεοκοπήσει ο τάδε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- με πιάνει φαγούρα, βλ. φρ. έχω φαγούρα·
- τώρα σ’ έπιασε η φαγούρα! τώρα που ενδιαφέρθηκες είναι πολύ αργά, πέταξε το πουλί: «ολόκληρο μήνα σ’ έλεγα γι’ αυτή τη δουλειά! Τώρα σ’ έπιασε η φαγούρα που την ανέθεσα σ’ άλλον!».