ύφος, το, ουσ. [<αρχ. ὕφος], το ύφος· η έκφραση του προσώπου που αποτυπώνει την ψυχική διάθεση του ανθρώπου: «τι σου συμβαίνει κι έχεις αυτό το ύφος;»·
- έχει ύφος δέκα καρδιναλίων, έχει πολύ υπεροπτική στάση: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έχει ύφος δέκα καρδιναλίων»·
- έχει ύφος δικαστή, βλ. συνηθέστ. έχει ύφος δέκα καρδιναλίων·
- μας κρατάει ύφος, δε μας καταδέχεται, δε μας δίνει σημασία: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, μας κρατάει ύφος»·
- με ύφος δέκα καρδιναλίων, με πολύ υπεροπτικό ύφος: «μπήκε στο μαγαζί με ύφος δέκα καρδιναλίων κι αγόρασε ένα κουστούμι || ήρθε με ύφος δέκα καρδιναλίων και μου ζητούσε το νοίκι || μόλις πήρε το νοίκι, έφυγε με ύφος δέκα καρδιναλίων»·
- με ύφος δικαστή, βλ. συνηθέστ. με ύφος δέκα καρδιναλίων·
- παίρνει ύφος δέκα καρδιναλίων, παίρνει πολύ υπεροπτικό ύφος, όταν ελέγχει, όταν κρίνει ή κατακρίνει κάποιον για κάτι: «κάθε φορά που έρχεται η στιγμή να πει τη γνώμη του για κάποιο βιβλίο, παίρνει ύφος δέκα καρδιναλίων || όταν του ζητούμε να μας πει τη γνώμη του για κάποιον, παίρνει ύφος δέκα καρδιναλίων»·
- παίρνει ύφος δικαστή, βλ. συνηθέστ. παίρνει ύφος δέκα καρδιναλίων·
- παίρνω ύφος, παριστάνω το σπουδαίο: «σε μένα μην παίρνεις ύφος, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι || όταν βλέπει κάποια καινούρια γυναίκα στην παρέα μας, παίρνει ύφος έχοντας την εντύπωση πως θα τη ρίξει».