υπονοούμενο, το, ουσ. [ουδ. μτχ. του ρ. υπονοώ]. 1. λόγος που λέγεται έμμεσα, συγκεκαλυμμένα: «μιλούσαν όλο με υπονοούμενα και δεν μπόρεσα να καταλάβω τι έλεγαν!». (Λαϊκό τραγούδι: λόγια, λόγια υπονοούμενα, λόγια, λόγια αμφισβητούμενα). 2. η έμμεση υποδήλωση της ερωτικής πράξης: «απ’ τη μέρα που πήγε με γυναίκα, το μυαλό του είναι όλο στο υπονοούμενο»·
- καταλαβαίνω το υπονοούμενο, βλ. φρ. πιάνω το υπονοούμενο·
- πετώ ένα υπονοούμενο ή πετώ υπονοούμενο, λέω κάτι σε κάποιον ή εναντίον κάποιου έμμεσα, συγκεκαλυμμένα: «δεν κατάλαβε το υπονοούμενο που του πέταξα και την πάτησε || μόλις κατάλαβε το υπονοούμενο που πέταξα, έγινε θηρίο»·
- πιάνω το υπονοούμενο, καταλαβαίνω αυτό που μου λέει κάποιος έμμεσα, συγκεκαλυμμένα: «ευτυχώς έπιασα το υπονοούμενο που μου πέταξε και δεν υπέγραψα το συμβόλαιο»·
- το κατάλαβα το υπονοούμενο, βλ. φρ. το ’πιασα το υπονοούμενο·
- το ’πιασα το υπονοούμενο, (ειρωνικά) εννόησα αυτό που μου είπες με πολύ σαφή τρόπο: «αύριο θέλω οπωσδήποτε να μου φέρεις τα λεφτά που μου χρωστάς. -Το ’πιασα το υπονοούμενο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εντάξει.