υποκείμενο, το, ουσ. [ουδ. μτχ. του ρ. υπόκειμαι], το υποκείμενο· (ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή υποτιμητικά) ο αχρείος, ο παλιάνθρωπος: «δεν πάμε σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί μαζεύονται όλα τα υποκείμενα της περιοχής || δε θέλει κανένας να ’χει σχέσεις μ’ αυτό το υποκείμενο»·
- γελοίο υποκείμενο, άτομο καταγέλαστο: «σου είπα χίλιες φορές πως δε θέλω να κάνεις παρέα μ’ αυτό το γελοίο υποκείμενο». (Τραγούδι: ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε, ο δεύτερος στις κακουχίες δεν άντεχε, ο τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο κι ο τέταρτος δεν άντεχε στο κρύο
- ελαφρό υποκείμενο, άτομο ανόητο, γελοίο, που κανείς δεν το παίρνει στα σοβαρά: «είναι πολύ ελαφρό υποκείμενο, γι’ αυτό το ’χουμε του κλότσου και του μπάτσου»·
- παστρικό υποκείμενο, βλ. συνηθέστ. παστρικό κουμάσι, λ. κουμάσι·
- σπουδαίο υποκείμενο! έκφραση έντονης αμφισβήτησης για άτομο το οποίο κάποιος μας το αναφέρει σαν σπουδαίο: «ο τάδε είναι εξαιρετικός κύριος. -Σπουδαίο υποκείμενο!»·
- χαμένο υποκείμενο, α. άνθρωπος ανίκανος, άχρηστος, τιποτένιος: «αποκλείεται να σου τελειώσει τη δουλειά αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι χαμένο υποκείμενο». β. άνθρωπος με κακές συναναστροφές, με ανήθικη ζωή: «έχω υποχρέωση να σε πληροφορήσω πως ο γιος σου κάνει παρέα μ’ ένα χαμένο υποκείμενο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά: «πάρε δρόμο από δω, χαμένο υποκείμενο». Συνών. χαμένο κορμί / χαμένο παρτάλι / χαμένο πατσί / χαμένο ρούχο.