αστραπή, η, ουσ. [<αρχ. ἀστραπή], η αστραπή·
- έγινε αστραπή, βλ. συνηθέστ. έφυγε αστραπή·
- έπαθα αστραπή, (στη νεοαργκό) μένω εμβρόντητος, κατάπληκτος: «ήταν τόσο όμορφη που μόλις την είδα έπαθα αστραπή»·
- έφυγε αστραπή, έφυγε πολύ γρήγορα, αστραπιαία: «μόλις έμαθε πως χτύπησε ο αδερφός του, έφυγε αστραπή». (Λαϊκό τραγούδι: στράτα τη στράτα σου το ’χω πει, φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή
- καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, βλ. λ. ουρανός·
- με ταχύτητα αστραπής, βλ. φρ. σαν αστραπή·
- σαν αστραπή, λέγεται για ό,τι κινείται ή γίνεται πάρα πολύ γρήγορα: «το μαχητικό αεροπλάνο διέσχισε σαν αστραπή τον ουρανό || ξαφνικά, πέρασε σαν αστραπή η ιδέα απ’ το μυαλό μου πως ο ένοχος ίσως να ήταν ο τάδε». (Τραγούδι: στη νύχτα βγαίνει σαν αστραπή και με τα νύχια σκάβει για να με βρει
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές ή τα μάτια του πετούν αστραπές, βλ. λ.μάτι·
- ταξίδι αστραπή, βλ. λ. ταξίδι·