αστεριλίκι, το, ουσ. [<αστέρι + κατάλ. -λίκι], η συμπεριφορά του αστέρα, η υπεροψία, η ακαταδεξιά: «σε μένα δεν περνάει τ’ αστεριλίκι σου, γιατί σε ξέρω από τόσο δα παιδάκι». Συνών. βεντετιλίκι·
- πουλώ αστεριλίκι ή πουλώ τ’ αστεριλίκι μου, συμπεριφέρομαι σαν αστέρας, συμπεριφέρομαι με υπεροψία, με ακαταδεξιά: «αλλού να πουλάς τ’ αστεριλίκι σου, γιατί μπροστά μου δεν πιάνεις χαρτωσιά».