τυφλόμυγα, η, ουσ. [<τυφλός + μύγα], ομαδικό παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο ένας παίχτης με δεμένα τα μάτια προσπαθεί να πιάσει κάποιον από τους συμπαίχτες του και να τον αναγνωρίσει ψηλαφίζοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου του: «στα χρόνια μας η τυφλόμυγα ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδι».
- δεν παίζουμε την τυφλόμυγα, βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- εμείς τι κάνουμε, την τυφλόμυγα παίζουμε; βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- παίζω την τυφλόμυγα, βλ. φρ. παίζω τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- τι νόμισες, την τυφλόμυγα παίζουμε; βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα.