τσουτσουνοπαίχτης, ο, ουσ. [<τσουτσούνι + παίχτης],
(ειρωνικά) ο μαλάκας: «έχω δει πολλούς μαλάκες στη ζωή μου, αλλά τέτοιο
τσουτσουνοπαίχτη πρώτη μου φορά συναντώ»·
-
άλλο παίχτης κι άλλο τσουτσουνοπαίχτης, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί
κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν
θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή
καταστάσεις: «δεν μπορείς να συγκρίνεις την αυτοκινητάρα μου με το κατσαριδάκι
σου, γιατί άλλο παίχτης κι άλλο τσουτσουνοπαίχτης». Για συνών. βλ. φρ. άλλο
ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λ. άλλος.