αγιάρι, το, ουσ. [<τουρκ. ayar (= ρύθμιση, ρέγουλα, μέτρο)]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) χαρακτηρισμός ατόμου που εμπνέει σιγουριά, εμπιστοσύνη: «δε φοβάται κανέναν ανταγωνιστή του, γιατί έχει στη δούλεψή του υπαλλήλους που είναι αγιάρια». 2. είδος περιστεριού που, όσο κι αν απομακρυνθεί, επιστρέφει πάλι στον περιστερώνα του: «του λείπει ένα περιστέρι, αλλά θα ξαναγυρίσει, γιατί είναι αγιάρι»·
- βρίσκω τ’ αγιάρι μου, βρίσκω το ταίρι μου, ιδίως το ερωτικό: «απ’ τη μέρα που βρήκε τ’ αγιάρι του ο τάδε, δεν πολυέρχεται στην παρέα μας».