τσουκάλι, το, ουσ. [<μσν. τσουκάλιν <τσούκκα <ιταλ. zucca + κατάλ. -άλι], το τσουκάλι. 1. η πήλινη χύτρα: «η μητέρα έβαλε τη φασουλάδα να βράσει στο τσουκάλι». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τη Σίφνο τα τσουκάλια, απ’ την Άρτα πορτοκάλια // δες τηνε την παλαβή· άλλον γυρεύει για να βρει· θα της κάνω το κεφάλι σαν σιφνέικο τσουκάλι). 2. το δοχείο της νυκτός, η πάπια, το καθοίκι: «επειδή ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να σηκωθεί, είχε το τσουκάλι κάτω απ’ το κρεβάτι του για ώρα ανάγκης». 3. άνθρωπος αισχρός, βρομερός σωματικά και ηθικά: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτό το τσουκάλι, γιατί εκτίθεσαι στον κόσμο»· στον πλ. τα τσουκάλια ή τα τσουκαλικά, το σύνολο των πήλινων μαγειρικών σκευών και γενικά των μαγειρικών σκευών ενός σπιτιού, ενός νοικοκυριού: «πρέπει ν’ αγοράσουμε νέα τσουκαλικά». Υποκορ. τσουκαλάκι, το. Μεγεθ. τσουκάλα, η·
- βράζει το τσουκάλι, υπάρχουν τα απαραίτητα για τις βιοτικές ανάγκες: «μπορεί να μην περνάμε πλούσια με την οικογένειά μου, αλλά κάθε μέρα βράζει το τσουκάλι», υπάρχει δηλ. η καθημερινή τροφή·
- γεμίζει το τσουκάλι, βλ. συνηθέστ. βράζει το τσουκάλι·
- έγινε μαύρος σαν τσουκάλι ή έγινε μαύρος σαν το τσουκάλι, μαύρισε πάρα πολύ από τον ήλιο: «όλο το καλοκαίρι τριγυρνούσε στις πανέμορφες αμμουδιές της Χαλκιδικής κι έγινε μαύρος σαν τσουκάλι»·
- έγινε σαν τσουκάλι ή έγινε σαν το τσουκάλι, βλ. φρ. έγινε μαύρος σαν τσουκάλι·
- είναι μαύρος σαν τσουκάλι ή είναι μαύρος σαν το τσουκάλι, είναι πολύ μελαχρινός ή πολύ μαυρισμένος από τον ήλιο: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι μαύρος σαν τσουκάλι || αν τον δεις, δε θα τον αναγνωρίσεις, γιατί είναι μαύρος σαν το τσουκάλι από τις πολύωρες ηλιοθεραπείες που έκανε στις διακοπές του»·
- είναι σαν τσουκάλι ή είναι σαν το τσουκάλι, βλ. φρ. είναι μαύρος σαν τσουκάλι·
- η παντρειά και το τσουκάλι θέλουν μαστοριά μεγάλη, βλ. λ. παντρειά·
- μπήκε ο καλόγερος στο τσουκάλι, βλ. λ. καλόγερος.