τσουβάλι, το, ουσ. [<τουρκ. çuval], το τσουβάλι. 1. ρούχο κακής ποιότητας ή φθαρμένο, ή ρούχο τσαλακωμένο ή πολύ φαρδύ: «δεν είχες κανένα καλύτερο κοστούμι να φορέσεις και φόρεσες αυτό το τσουβάλι;». Από το ότι το τσουβάλι είναι κατασκευασμένο από χοντρό καννάβι ή άλλη τεχνητή ύλη. 2. άνθρωπος εντελώς κακοντυμένος ή φτωχοντυμένος και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «σιγά μην κάνω παρέα μ’ αυτό το τσουβάλι!». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. λ. λεφτά·
- δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι τρύπιο τσουβάλι, είναι πολύ σπάταλος: «ό,τι κερδίζει, τα σκορπάει από δω κι από κει, γιατί είναι τρύπιο τσουβάλι ο τύπος». Συνών. είναι τρύπιες οι τσέπες του / είναι τρύπιο κόσκινο / είναι τρύπιο χέρι / είναι τρύπιος κουμπαράς (α) / έχει τρύπες η τσέπη του / έχει τρύπια τσέπη / έχει τρύπιο χέρι·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, βλ. λ. δουλειά·
- έχει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. λ. λεφτά·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, βλ. λ. δουλειά·
- λέει ψέματα με το τσουβάλι, βλ. λ. ψέμα·
- με το τσουβάλι, άφθονα: «κουβαλάει με το τσουβάλι όλα τα καλά του κόσμου στο σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: που μαζεύει θησαυρούς με το τσουβάλι μα δεν έχει μια καρδιά για να τους βάλει
- τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι ή τα βάζω όλα στο ίδιο τσουβάλι, αντιμετωπίζω όλα τα πράγματα, όλα τα θέματα, όλες τις καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «είναι μεγάλο σου λάθος να τα βάζεις όλα σ’ ένα τσουβάλι, γιατί η κάθε περίπτωση έχει και τη δική της ιδιαιτερότητα»·
- τον βάζω στο τσουβάλι, α. τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, αλλά ούτε που κατάλαβε για πότε τον έβαλα στο τσουβάλι». β. είναι του χεριού μου, τον κατανικώ: «δεν τολμάει να μαλώσει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον βάζω στο τσουβάλι ό,τι ώρα θέλω»·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. λ. Θεός·
- τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, αντιμετωπίζω όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «σε θέματα δικαιοσύνης, τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι και δεν κάνω χατίρια σε κανέναν». Συνών. τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι / τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί / τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα·
- τους βάζω σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω στο ίδιο τσουβάλι, εξισώνω αρνητικά και άδικα δυο άτομα: «δεν έχω την πρόθεση να τους βάλω στο ίδιο τσουβάλι, γιατί ο ένας είναι γιατρός κι ο άλλος είναι ένας αγράμματος άνθρωπος». Συνών. τους βάζω σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω στο ίδιο καζάνι / τους βάζω σ’ ένα σακί ή τους βάζω στο ίδιο σακί / τους χτενίζω με την ίδια χτένα·
- χύνω ιδρώτα με το τσουβάλι, βλ. λ. ιδρώτας.