τσομπάνης κ. τσομπάνος κ. τσόμπανος κ. τσοπάνης, ο, πλ. τσομπάνηδες κ. τσοπάνηδες κ. τσομπαναραίοι, οι, θηλ. τσομπάνα κ. τσοπάνα κ. τσομπάνισσα κ. τσοπάνισσα, η, ουσ. [<τουρκ. çoban (= βοσκός)], ο τσομπάνης· (υποτιμητικά) άνθρωπος άξεστος, αμόρφωτος, αγροίκος: «θα γίνεις ρεζίλι, αν έρθεις μ’ αυτόν τον τσομπάνη στο χορό». Υποκορ. τσομπανάκος, ο, μικρός τσομπάνης. (Δημοτικό τραγούδι: τσομπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα, μα δε φύλαγα πολλά καμιά πεντακοσαριά
- ξύνεται στου τσομπάνη την γκλίτσα ή ξύνεται στου τσομπάνη τη μαγκούρα, επιδιώκει φασαρία, αλλά είναι προφανές πως θα αποβεί σε βάρος του, πως θα τις φάει: «μέρες τώρα ξύνεται στου τσομπάνη την γκλίτσα κι αν χάσω την υπομονή μου, θα τον σαπίσω στο ξύλο».