τσολιάς, ο, ουσ. [<τσόλι, με αρχική σημασία εκείνος που φορεί τσόλια, δηλ. φθαρμένα υφάσματα, κουρέλια + κατάλ. -ιάς], ο τσολιάς· άντρας, ιδίως γυναίκα εύσωμη και όμορφη. Από το παρουσιαστικό των ευζώνων της ανακτορικής φρουράς, στην οποία διαλέγονται πάντοτε εύσωμα και όμορφα παλικάρια. (Λαϊκό τραγούδι: μια κούκλα μες τη γειτονιά «Τσολιά» τηνε φωνάζουν -γεια σου Τσολιά μου, γεια σου Τσολιά μου! και στο σεργιάνι σαν θα βγει, τα κάλλη της θαυμάζουν
- είναι τσολιάς στ’ ανάκτορα, είναι υπέροχος, σπουδαίος: «γελάνε και τα μουστάκια του, γιατί η κόρη του παίρνει ένα παλικάρι που είναι τσολιάς στ’ ανάκτορα». Από το ότι, οι εύζωνοι που υπηρετούν στην ανακτορική φρουρά είναι άμεμπτης διαγωγής·
- εκεί ο πούτσος μου, τσολιάς! (θαυμαστικά) δηλώνει αντοχή στις υψηλές σεξουαλικές επιδόσεις: «όλο το βράδυ δε σταμάτησα να την πηδάω και το πρωί εκεί ο πούτσος μου, τσολιάς!». Αναφορά στον τσολιά που στέκεται φρουρός στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη με το κορμί του τεντωμένο, πράγμα που παρομοιάζεται με τον πούτσο που βρίσκεται σε στύση.