τσίχλα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. τσίχλα <μτγν. κίχλα <αρχ. κίχλη], η τσίχλα. 1. άνθρωπος αδύνατος, μικροκαμωμένος και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «αν δώσω ένα μπάτσο σ’ αυτή την τσίχλα, θα γράψει κάσα || δε θέλει κανένας να κάνει παρέα μ’ αυτή την τσίχλα». Από την εικόνα του πτηνού που είναι πολύ μικρόσωμο· βλ. και λ. τσίκλα·
- η μέθοδος της τσίχλας, μέθοδος με την οποία εντοπίζεται το σπίτι το οποίο θα επισκεφτεί ο διαρρήκτης. Η μέθοδος είναι η εξής: συνήθως, κατά την περίοδο των μεγάλων εορτών που ο κόσμος αφήνει τις μεγάλες πόλεις, κάποιος από τη σπείρα προσποιούμενος τον έκτακτο ταχυδρόμο ή τον διανομέα διαφημιστικού υλικού ή κάποιον άλλον delivery, επισκέπτεται μια πολυκατοικία και χτυπώντας τα κουδούνια ή αφουγκραζόμενος προσεκτικά στην πόρτα για κάποιο θόρυβο που να έρχεται μέσα από το διαμέρισμα, εντοπίζει αυτά από τα οποία λείπουν οι ένοικοι. Τότε κολλάει σε συγκεκριμένο σημείο της πόρτας μια τσίχλα για να ξέρει ο διαρρήκτης ποια διαμερίσματα να χτυπήσει ανενόχλητος·    
- μασώ τσίχλα, βλ. συνηθέστ.  μασώ τσίκλα, λ. τσίκλα·
- μου ’γινε τσίχλα, βλ. συνηθέστ. μου ’γινε τσίκλα, λ. τσίκλα·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίχλα, βλ. συνηθέστ. μου ’κανε τα νεύρα τσίκλα, λ. τσίκλα·
- μου κόλλησε σαν τσίχλα, βλ. συνηθέστ. μου κόλλησε σαν τσίκλα, λ. τσίκλα.