ασπρούλα, η, ουσ. [θηλ. του ουσ. ασπρούλης]. 1. ονομασία που δίνεται σε θηλυκό ζώο με άσπρο τρίχωμα, ιδίως γάτα και πιο σπάνια σκυλί: «έχει μεγάλη αδυναμία στην ασπρούλα της». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το αυτοκίνητο της Αμέσου Δράσεως, το 100 (όταν αυτό παλιότερα είχε άσπρο χρώμα)·
- η ασπρούλα με το μπλε καρούμπαλο, (στη γλώσσα της αργκό) το αυτοκίνητο της Αμέσου Δράσεως, το 100: «γινόταν τέτοια φασαρία, που στο τέλος κάλεσαν την ασπρούλα με το μπλε καρούμπαλο»· βλ. και λ. καρούμπαλο.