τσιτσί, το, ουσ. [<αρχ. τιτθίον (= μαστός)]. 1. (στη νηπιακή γλώσσα) το κρέας. 2. το πέος. 3α. στον πλ. τα τσιτσιά, τα γυναικεία στήθη, τα βυζιά: «για δες τι ωραία τσιτσιά που έχει αυτή η γυναίκα!». β. τα πάχη, ιδίως αυτά που δημιουργούνται στην κοιλιά και γύρω από τη μέση: «πρέπει να κάνω δίαιτα για να φύγουν αυτά τα τσιτσιά»·  
- ακόμη λέει το κρέας τσιτσί, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. συνηθέστ. βάζει κρέας στον κώλο του, λ. κρέας·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο τσιτσί, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο τσιτσί, βλ. λ. νους·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. συνηθέστ. θα σου βάλω κρέας στον κώλο, λ. κρέας·
- να λιλί, να τσιτσί, βλ. λ. λιλί·
- πέφτω με τα μούτρα στο τσιτσί ή ρίχνομαι με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. λ. μούτρο·