τσιριμόνια, η, ουσ. [<ιταλ. cerimonia (= τελετή)], συνήθως στον πλ. οι τσιριμόνιες, α. ψευτοευγένειες, επιδεικτική και υστερόβουλη ευγενική συμπεριφορά: «μόλις συναντηθήκανε οι δυο οικογένειες, άρχισαν τις χαιρετούρες κι άλλες τσιριμόνιες». β. τα καμώματα, τα νάζια: «έλα, άσε τις τσιριμόνιες και πάρε αυτά που σου δίνω, πριν αλλάξω γνώμη»·
- κάνω τσιριμόνιες, α. επιδεικνύω υστερόβουλη ευγενική συμπεριφορά σε κάποιον ανώτερό μου: «μόλις δει το διευθυντή του, αρχίζει να του κάνει διάφορες τσιριμόνιες». β. κάνω καμώματα, νάζια, ιδίως προσποιούμαι πως δε θέλω κάτι που μου δίνουν ή που μου προτείνουν: «μέχρι να πάρει το δώρο που του πρόσφερα, έκανε ένα σωρό τσιριμόνιες || μέχρι να συμφωνήσει να ’ρθει κι αυτός στην εκδρομή, έκανε του κόσμου τις τσιριμόνιες».