τσινκοκολέτα, άκλ. [;], ένα από τα πολλά παλιά παιδικά παιχνίδια, που, δυστυχώς, εξαφανίστηκε κι αυτό. Συνοδευόταν από το τραγουδάκι: εν δε λε πάσε λα βιολέτα, τσινκοκολέτα τα πράσινα κουφέτα και παιζότανε στο ύπαιθρο από τα κορίτσια·
- δεν παίζουμε το τσινκοκολέτα, βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- εμείς τι κάνουμε, το τσινκοκολέτα παίζουμε; βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- παίζω το τσινκοκολέτα, βλ. φρ. παίζω τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- τι νόμισες, το τσινκοκολέτα παίζουμε; βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα.