τσικ, το, άκλ. [ίσως ηχομιμητική λ. από τον ήχο που αφήνει ένα κλαδί που σπάζει]·
- δε θέλω τσικ, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «όσο θα λείπω απ’ την αίθουσα, δε θέλω τσικ». Συνών. δε θέλω άχνα / δε θέλω κιχ·
- δεν ακούγεται τσικ, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν κοιμάται ο πατέρας, μέσα στο σπίτι δεν ακούγεται τσικ». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται ανάσα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν ακούς τσικ, βλ. φρ. δεν ακούγεται τσικ·
- δεν έκανε τσικ, α. σκοτώθηκε ακαριαία: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω στο δέντρο και δεν έκανε τσικ». β. δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο: «όσο κοιμόταν ο πατέρας του, αυτός δεν έκανε τσικ».