τσιγαρόχαρτο, το, ουσ. [<τσιγάρο + χαρτί], το τσιγαρόχαρτο. 1. πάρα πολύ λεπτή επιφάνεια: «δε θ’ αντέξει αυτή η επιφάνεια να σηκώσει τόσο βάρος, γιατί είναι σαν τσιγαρόχαρτο». Από το ότι το χαρτί μέσα στο οποίο τυλίγεται ο καπνός του τσιγάρου, είναι πάρα πολύ λεπτό. 2. κάθε λεπτό και διαφανές χαρτί που χρησιμοποιείται ιδίως για αντιγραφές σχεδίων: «πήρε ένα τσιγαρόχαρτο κι έβγαλε το σχέδιο πατιτούρα». Από το ότι το χαρτί, μέσα στο οποίο περικλείονται τα τσιγάρα που βρίσκονται στο πακέτο, είναι πάρα πολύ λεπτό και διαφανές·
- έγινε τσιγαρόχαρτο, συμπιέστηκε τόσο έντονα κάτι, που η επιφάνειά του έγινε πολύ λεπτή: «είχα τ’ αυτοκίνητό μου παρκαρισμένο στην άκρη του πεζοδρομίου, κι όπως έπεσαν με φόρα και τα δυο τα φορτηγά μαζί απ’ τις δυο του τις πλευρές, έγινε τσιγαρόχαρτο»·
- το ’κανα τσιγαρόχαρτο, το συμπίεσα τόσο έντονα, που η επιφάνειά του έγινε πολύ λεπτή. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχεις κάψει σαν παλιόχαρτο, την καρδιά μου έχεις κάνει τσιγαρόχαρτο
- τον έκανα τσιγαρόχαρτο, τον έδειρα πολύ άγρια, τον κατανίκησα, τον έκανα ένα με το χώμα, ένα με τη γη: «κάποια στιγμή δεν μπορούσα ν’ ανεχτώ άλλο τις βρισιές του, γι’ αυτόν τον έπιασα στα χέρια μου και τον έκανα τσιγαρόχαρτο».