τσεντέσιμο κ. τσεντέζιμο, το, ουσ. [<ιταλ. centesimo (= το εκατοστό της λιρέτας)]·
- δε δίνω τσεντέσιμο, βλ. συνηθέστ. δε δίνω δεκάρα, λ. δεκάρα·
- δεν αφήνει τσεντέσιμο, βλ. συνηθέστ. δεν αφήνει δεκάρα, λ. δεκάρα·
- δεν έχω  τσεντέσιμο, βλ. φρ. δεν υπάρχει τσεντέσιμο·
- δεν κοστίζει τσεντέσιμο, βλ. συνηθέστ. δεν κοστίζει δεκάρα, λ. δεκάρα·
- δεν υπάρχει τσεντέσιμο, είμαι τελείως άφραγκος: «έχασα όλα τα λεφτά μου στην τελευταία δουλειά που έκανα και δεν υπάρχει τσεντέσιμο».