τσεκούρι κ. τσικούρι, το, ουσ. [<μσν. τσεκούριον <μτγν. σεκούριον, υποκορ. του λατιν. securis], το τσεκούρι· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αμυντικός ιδίως παίχτης με αντιαθλητικό παίξιμο, που κλοτσάει, που τραυματίζει με τις κλοτσιές του τους αντιπάλους του: «είναι τόσο τσεκούρι ο αφιλότιμος, που δεν τολμάει παίχτης να τον πλησιάσει»·
- έπεσε τσεκούρι, α. επιβλήθηκε σκληρή τιμωρία: «με τη νέα διεύθυνση του υπουργείου έπεσε τσεκούρι σ’ όλους τους κοπανατζήδες». β. έγιναν αυστηρές περικοπές: «με το νέο νόμο έπεσε τσεκούρι στους μισθούς και στις συντάξεις». γ. (για μαθητές) απορρίφθηκαν πολλοί: «στις τελευταίες εξετάσεις έπεσε τσεκούρι»·
- έπεσε φωτιά και τσεκούρι, βλ. λ. φωτιά.