τσάφκο, το, ουσ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο που παράγεται από τη σύγκρουση, ιδίως δυο γυάλινων αντικειμένων], εύχρ. στο παιδικό παιχνίδι των γκαζιών ιδίως στη φρ. του ’δωσα ένα τσάφκο, και λέγεται όταν πετυχαίνω να χτυπήσω την γκαζιά του αντιπάλου μου: «αν κι ήταν η γκαζιά του τρία μέτρα μακριά, του ’δωσα ένα τσάφκο και τον άφησα άγαλμα».