τσαφ, το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο του ξαφνικού ανάμματος της φωτιάς ή του σπινθήρα του ηλεκτρισμού]· βλ. και λ. τσακ·
- ήρθε στο τσαφ, ήρθε την τελευταία στιγμή, μόλις που πρόλαβε: «παραλίγο θα ’χανε τ’ αεροπλάνο, αλλά ευτυχώς ήρθε στο τσαφ στο αεροδρόμιο». Συνών. ήρθε στο τσακ·
- ήρθε τσαφ στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- πάνω στο τσαφ, την κατάλληλη, την τελευταία στιγμή, ακριβώς: «ήταν έτοιμος να υπογράψει ένα κακό συμβόλαιο, αλλά ήρθε πάνω στο τσαφ ο φίλος του και τον απέτρεψε». Συνών. πάνω στο τσακ·
- στο τσαφ, βλ. φρ. πάνω στο τσαφ.
- πρόλαβα στο σταφ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- το πρόλαβα στο τσαφ, βλ. φρ. το πρόλαβα στο τσακ, λ. τσακ·
- τον πρόλαβα στον τσαφ, βλ. φρ. τον πρόλαβα στο τσακ, λ. τσακ.