τσαρούχι, το, ουσ. [<μσν. τσαρούχιν <τουρκ. çarik]. 1. χαμηλό παπούτσι με φούντα: «το τσαρούχι του τσολιά έκανε θραύση στον πόλεμο του 1940». 2. σκληρό κομμάτι ψημένου κρέατος, σκληρή μπριζόλα που τρώγεται δύσκολα: «πώς να το φάω αυτό το τσαρούχι που μου σερβίρισες!». 3. χοντροκομμένο παπούτσι: «είναι δυνατόν, ένας μοντέρνος άνθρωπος, όπως είσαι εσύ, ν’ αγοράσεις αυτά τα τσαρούχια!». 4. ο τσαρουχάς (βλ. λ.)·
- απόμεινε με μισό τσαρούχι, είναι πάμφτωχος: «κάποτε είχε καλή περιουσία, αλλά έμπλεξε με τα χαρτιά και μέσα σε λίγο καιρό απόμεινε με μισό τσαρούχι»·
- βγήκε με τα τσαρούχια, (για υποψήφιους σε εκλογές) η εκλογή του ήταν πολύ άνετη, εκλέχτηκε πανηγυρικά: «ήταν πολύ αγαπητός στο νομό μας, γι’ αυτό και βγήκε με τα τσαρούχια»·
- η γλώσσα μου έγινε τσαρούχι ή η γλώσσα μου έγινε σαν τσαρούχι, βλ. λ. γλώσσα·
- θέλοντας του βλάχου και μη θέλοντας του ζωγράφου, φόρεσες κι εσύ Χριστέ μου κόκκινα τσαρούχια, βλ. λ. βλάχος·
- με τα τσαρούχια! α. με άνεση, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία: «πέρασε ο γιος σου στο πανεπιστήμιο; -Με τα τσαρούχια». β.με μεγάλη θέληση, με πολύ όρεξη, χωρίς άλλη κουβέντα: «αν θέλω να ’ρθω στο χορό; Με τα τσαρούχια!»·
- μπήκε μέσα με τα τσαρούχια, απέτυχε εντελώς στη δουλειά του, έχασε πολλά χρήματα σε μια δουλειά που υπολόγιζε κερδοφόρα: «έριξε όλα του τα λεφτά σε μια δουλειά και μπήκε μέσα με τα τσαρούχια»·
- μπήκε με τα τσαρούχια, (για υποψήφιους σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές) η επιτυχία του ύστερα από τις εξετάσεις που έδωσε ήταν πολύ άνετη, εισήχθη πανηγυρικά: «όλο το καλοκαίρι δε σήκωσε κεφάλι απ’ το βιβλίο και στις εξετάσεις που έδωσε για το πανεπιστήμιο μπήκε με τα τσαρούχια»·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·