ασικλίκι, το, ουσ. [<τουρκ. aşiklik (= παθιασμένη αγάπη)], η ιδιότητα, η συμπεριφορά, ο τρόπος ζωής του ασικλή, η λεβεντιά, η ομορφιά, η παλικαριά. (Λαϊκό τραγούδι: όλος ασικλίκι κουνάει το σαρίκι ο μαχαραγιάς
- πουλώ ασικλίκι, προσπαθώ να συμπεριφερθώ σαν ασικλής, ενώ στην πραγματικότητα δεν είμαι: «μην πουλάς σε μένα ασικλίκι, γιατί ξέρω καλά τι κουμάσι είσαι».