τρώγομαι, ρ.
[<τρώγω]. 1. είμαι υποφερτός ως χαρακτήρας ή ως εμφάνιση: «δεν
μπορείς να πεις ότι είναι πολύ καλός άνθρωπος, αλλά τρώγεται || δεν είναι καμιά
καλλονή, αλλά τρώγεται». 2. (για αντικείμενα, πράγματα) είναι μιας
κάποιας αξίας ή χρησιμότητας: «δεν μπορούμε να πούμε πως είναι και καμιά
αυτοκινητάρα, αλλά τρώγεται». 3. (για γυναίκες) ενδίδω με σχετική
ευκολία στις ερωτικές προτάσεις των αντρών: «αν τη γουστάρεις τόσο πολύ, κάν’
της νύξη, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, τρώγεται». 4. μαλώνω, φιλονικώ με
κάποιον συνέχεια: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας τους, τρώγονται για τα
περιουσιακά». 5. επιδιώκω κάτι με επιμονή, με μανία: «είναι καιρός τώρα
που τρώγεται ν’ αγοράσει κι αυτός ένα αυτοκίνητο». 6. χάνω κάποια θέση
από επέμβαση άλλου που είναι ανώτερος ή που έχει ισχυρότερο μέσον από το δικό
μου: «εγώ δεν τρώγομαι εύκολα, γιατί, αν έχεις εσύ φίλο βουλευτή, εγώ έχω φίλο
υπουργό». 7. (για τροφές) είναι κατάλληλη για να τη φάει κανείς:
«τρώγεται το φαγητό που είναι στο ψυγείο; || όλες οι τροφές που είναι μέσα στο
ψυγείο, τρώγονται»· βλ. και λ. φαγώνομαι. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
δεν τρώγεσαι! δεν υποφέρεσαι, είσαι ανυπόφορος: «δεν τρώγεσαι μ’ αυτή
την γκρίνια σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το ε μα
πια και κλείνει με το άλλο·
-
δεν τρώγεται, υπόθεση, κατάσταση ή πράξη που δεν μπορεί να γίνει
πιστευτή: «όσο και να θέλω να πιστέψω αυτό που μου λες, δεν τρώγεται»·
-
δεν τρώγεται με τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
-
δεν τρώγεται ούτε ωμός ούτε ψημένος, βλ. λ. ωμός·
-
η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, βλ. λ. εκδίκηση·
-
η πίτα τρώγεται ζεστή, βλ. λ. πίτα·
-
με τρώγεται, α. μου έχει γίνει έμμονη ιδέα κάτι: «είναι καιρός
τώρα που με τρώγεται ν’ αγοράσω αυτοκίνητο». β. με πιέζει φορτικά για
κάτι, γκρινιάζει συνεχώς επειδή κάνω ή δεν κάνω κάτι: «με τρώγεται η γυναίκα
μου να πάμε διακοπές || είναι μέρες τώρα που με τρώγεται η γυναίκα μου να βάλω
μια τάξη στο υπόγειο || από καιρό με τρώγεται η γυναίκα μου να κόψω το τσιγάρο»·
-
σου τρώγεται, λέγεται για άτομο που με τις άστοχες ενέργειές του,
δείχνει σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «μ’ αυτά που κάνεις, σου τρώγεται
να τις φας! || έτσι όπως τρέχεις με τ’ αυτοκίνητο, σου τρώγεται να το φας το
κεφάλι σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται και κυρίως ακολουθεί το μου
φαίνεται·
-
τι τρώγεσαι! τι γκρινιάζεις, γιατί δεν ησυχάζεις(!): «θα ’θελα να ξέρω,
ρε παιδάκι μου, τι τρώγεσαι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και
πιο σπάνια ακολουθεί·
-
τρώγεται απ’ το κακό του, βλ. λ. κακός·
-
τρώγεται για καβγά, βλ. λ. καβγάς·
-
τρώγεται με τα νύχια του, βλ. λ. νύχι·
-
τρώγεται με τα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
-
τρώγεται με τον εαυτό του, βλ. λ. εαυτός·
-
τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά ή τρώγονται σαν τη νύφη με την
πεθερά, βλ. λ. νύφη·
-
τρώγονται σαν κοκόρια ή τρώγονται σαν τα κοκόρια, βλ. λ. κοκόρι·
-
τρώγονται σαν προγόνια ή τρώγονται σαν τα προγόνια, βλ. λ. προγόνι·
-
τρώγονται σαν σκυλιά ή τρώγονται σαν τα σκυλιά, βλ. λ. σκυλί·
-
τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα, βλ. λ. σκύλος.