τρομερός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. τρομερός], τρομερός. 1α. που είναι πολύ ικανός, πολύ επιδέξιος, καταπληκτικός σε μια δουλειά, σε μια τέχνη και που προκαλεί το θαυμασμό: «ο τάδε είναι τρομερός μηχανικός || τρομερός συγγραφέας || τρομερός ζωγράφος». β. λέγεται και με ειρωνική ή αρνητική διάθεση. (Λαϊκό τραγούδι: βρε φίλε είσαι τρομερός αισθηματίας. Κάθε γυναίκα που φιλάς και που μαζί της περπατάς, στο πι και φι την αγαπάς και πέφτεις θύμα της Κικής και της Μαρίας. Βρε Νίκο, είσαι φοβερός αισθηματίας!). 2. που είναι πολύ ισχυρός, πολύ έντονος, πολύ μεγάλος: «ο τάδε έχει τρομερή φωνή || ο τάδε έχει τρομερή δύναμη || σήμερα έχει τρομερή ζέστα || ο ΟΦΗ (ποδοσφαιρική ομάδα της Κρήτης) περιέχει δηλητήριο τρομερό», όπου γίνεται συνδυασμός της ηχητικής ομοιότητας με τη λ. όφις (= φίδι). 3. που είναι αξιοθαύμαστος, πολύ αξιόλογος: «ο τάδε είναι τρομερός άνθρωπος || είδα ένα τρομερό έργο και σου συνιστώ να πας να το δεις». 4. που έχει υπέρμετρα αναπτυγμένη μια ιδιότητά του: «ο τάδε είναι τρομερός τσιγκούνης || ο τάδε έχει τρομερή μνήμη». Επίρρ. τρομερά (βλ. λ.)·
- ακούστηκαν τρομερά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι τρομερό να… ή είναι τρομερό που…, είναι ανυπόφορο, απαίσιο: «είναι τρομερό να βάζεις κάθε μεσημέρι, που θέλω να κοιμηθώ, το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών! || είναι τρομερό που σκέφτεσαι να χωρίσεις τη γυναίκα σου για μια παρδαλή!»·
- είναι τρομερός και φοβερός, που δεν περιγράφεται, ο απερίγραπτος: «έγινε ένας σεισμός που ήταν τρομερός και φοβερός!»·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ζω τρομερές στιγμές, βλ. λ. στιγμή·
- το τρομερό παιδί, βλ. λ. παιδί·
- τρομερή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τρομερό όνειρο, βλ. λ. όνειρο.