ασημικά, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. ασημικό <ασήμι], το σύνολο των αργυρών σκευών ή κοσμημάτων ενός σπιτιού, ενός νοικοκυριού: «κάθε καλοκαίρι που είναι να πάνε διακοπές, κρύβουν όλα τ’ ασημικά τους»·
- πουλάει τ’ ασημικά της οικογένειας, βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση: «μετά τη χρεοκοπία του, πουλάει τ’ ασημικά της οικογένειας». Από το ότι συμβαίνει σε πολλούς, όταν βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση, να πουλάνε αντικείμενα αξίας που ανήκουν στην οικογένειά τους μήπως και βγούνε από τη δύσκολη θέση που βρίσκονται.