τριφύλλι, το, ουσ. [<μτγν. τριφύλλιον, υποκορ. του αρχ. τρίφυλλον], το τριφύλλι· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η ποδοσφαιρική ομάδα του Παναθηναϊκού: «το  τριφύλλι, είναι πολύ δοξασμένη ομάδα || η ομάδα του τριφυλλιού έχει φιλάθλους σε όλη την Ελλάδα». Από το ότι η ομάδα του Παναθηναϊκού έχει ως έμβλημά της το τριφύλλι. (Λαϊκό τραγούδι: και στ’ όνομά σου όρκο κάνουνε οι φίλοι, γιατί σ’ αξίζει, ομαδάρα μου τριφύλλι. Παναθηναϊκέ σαν θύελλα ορμάς, την ψυχή σου δίνεις πάντα και νικάς
- ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι), έκφραση απελπισίας, δυσπιστίας ή παραπόνου κάποιου, όταν του ανακοινώνουν πως θα του δώσουν κάτι εν καιρώ, ενώ αυτός το χρειάζεται άμεσα. Το δεύτερο σκέλος της φράσης είτε έχει ξεχαστεί είτε λέγεται σπάνια. Πρβλ.: πού ήσουν πέρδικα γραμμένη κι ήρθες το πρωί βρεμένη; -Ήμουνα πέρα στα πλάγια, στις δροσιές και στα χορτάρια. -Τι έτρωγες πέρα στα πλάγια, στις δροσιές και στα χορτάρια; -Έτρωγα το Μάη τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι·
- ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι), βλ. συνηθέστ. ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι (και τον Αύγουστο σταφύλι), αν και αυτή η εκδοχήείναι πιο σωστή, όπου το μαύρε, υπονοεί δυστυχισμένε, καημένε.