τριπλό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. τριπλός], (για προπό) ιδίως εύχρ. στη φρ. το παίζω τριπλό, επειδή το παιχνίδι είναι ανοιχτό σε κάθε αποτέλεσμα, σημειώνω και τα τρία σημεία του προπό που είναι το 1,2,Χ (= ισοπαλία), δηλ. όποιο αποτέλεσμα και αν έρθει, προβλέπω σωστά: «επειδή το παιχνίδι είναι ντέρμπι, το παίζω τριπλό».