τρίπλα κ. ντρίμπλα κ. ντρίπλα, η, ουσ. [<αγγλ. dribble]. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η προσπέραση με έντεχνο ελιγμό αντίπαλου παίχτη που επιχειρεί να μας αποσπάσει την μπάλα: «ξέρει τόσο καλά την τρίπλα, που δεν μπορείς εύκολα να του πάρεις την μπάλα». 2. το ξεγέλασμα, ιδίως τη στιγμή που δεν το περιμένει κάποιος: «έχω πάρει κατάκαρδα την τρίπλα σου, γιατί είμαστε χρόνια φίλοι». 3. η έντεχνη απαλλαγή από την πίεση κάποιου: «όταν του γίνεται κάποιος τσιμπούρι, τον αποφεύγει αμέσως, γιατί είναι μάνα στην τρίπλα»·
- κάνω τρίπλα ή κάνω τρίπλες, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) προσπερνώ με  έντεχνο ελιγμό αντίπαλο παίχτη που επιχειρεί να μου αποσπάσει την μπάλα: «όταν αρχίζει να κάνει τρίπλες, δεν μπορεί κανένας παίχτης να του πάρει τη μπάλα απ’ τα πόδια του»·
- του κάνω μια τρίπλα ή του κάνω τρίπλα, α. τον ξεγελώ, ιδίως τη στιγμή που δεν το περιμένει: «επειδή πολλές φορές μ’ είχε βάλει στο χέρι, με την πρώτη ευκαιρία του ’κανα κι εγώ μια τρίπλα και ρεφάρισα». (Τραγούδι: κι από δίπλα πιο δίπλα κάτι λέρες παλιές, να μου κάνουνε τρίπλα τα μου ρίχνουν θηλιές).β. απαλλάσσομαι έντεχνα από την πίεσή του: «όταν κατάλαβα πως δεν είχε σκοπό να σηκωθεί να φύγει, του ’κανα μια τρίπλα και την κοπάνησα». Από τη γλώσσα του ποδοσφαίρου·
- του ’σκασε την τρίπλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, προσπέρασε με έντεχνο ελιγμό τον αντίπαλο παίχτη κι έφυγε με την μπάλα στα πόδια του: «μόλις ο αντίπαλος πήγε να τον μαρκάρει, του ’σκασε ο δικός μας την τρίπλα και ξεχύθηκε σαν σίφουνας μπροστά»·
- τρώω την τρίπλα, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο αντίπαλος παίχτης με προσπερνάει με έντεχνο ελιγμό και φεύγει με την μπάλα στα πόδια του: «αν δεν έτρωγε την τρίπλα ο αμυντικός μας, δε θα μας έβαζαν γκολ». β. (γενικά) ξεγελιέμαι: «έφαγα τρίπλα απ’ τον τάδε και μου πήρε ένα κάρο λεφτά».