τρίγωνο, το, ουσ. [<αρχ. τρίγωνον], το τρίγωνο· είδος γλυκίσματος σε σχήμα τριγώνου από φύλλα ζύμης και γεμισμένο με κρέμα: «τα καλύτερα τρίγωνα στη Θεσσαλονίκη τα κάνει ένα μαγαζί στο Πανόραμα»·
- ερωτικό τρίγωνο, βλ. φρ. το τρίγωνο της αμαρτίας·
- ιψενικό τρίγωνο, βλ. φρ. το τρίγωνο της αμαρτίας·
- το τρίγωνο της αμαρτίας, η ταυτόχρονη ερωτική σχέση ανάμεσα σε δυο άντρες και μια γυναίκα ή ανάμεσα σε δυο γυναίκες και έναν άντρα, ιδίως όταν πρόκειται για αντρόγυνο, το ιψενικό τρίγωνο: «όλοι το ξέρουν μέσα στη γειτονιά πως αυτό το ζευγάρι κάνει με την τάδε το τρίγωνο της αμαρτίας»·
- το τρίγωνο του διαβόλου, περιοχή του Ατλαντικού όπου κατά καιρούς έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς πλοία και αεροπλάνα: «όλοι οι ναυτικοί παρακάμπτουν το τρίγωνο του διαβόλου».