τρεχαγυρευόπουλος, ο, ουσ. [<τρέχω + γυρεύω + κατάλ. -όπουλος], λέγεται στην ονομαστική ή στην κλητική στην περίπτωση που μας επιφορτίζουν με την υποχρέωση να βρούμε κάποιον ή κάτι που, από ό,τι γνωρίζουμε ή υποπτευόμαστε, θα βρούμε πολύ δύσκολα: «πρέπει να βρεις τον τάδε, γιατί πρέπει να πληροφορηθεί για την αυριανή μας συγκέντρωση. -Ωχ, ωχ, τρεχαγυρευόπουλος || πρέπει να βρεις αυτό τ’ ανταλλακτικό, γιατί αλλιώς δε θα μπορέσω να επιδιορθώσω τη βλάβη της μηχανής. -Τρεχαγυρευόπουλε», δηλ. για να το(ν) βρούμε πρέπει να ψάξουμε πολύ, να τρέξουμε σε διάφορα μέρη·
- οδός τρεχαγυρευόπουλου, έκφραση με την οποία αναφερόμαστε με δυσφορία σε κάποια οδό που μας είναι άγνωστη και ως εκ τούτου θα πρέπει να καταβάλλουμε πολλές προσπάθειες για να τη βρούμε, ή που βρίσκεται σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή από κάποιο κέντρο: «μου ’δωσε μια οδό τρεχαγυρευοπούλου κι άντε τώρα να ψάχνω να τη βρω || πρέπει να κάνω ολόκληρο ταξίδι μέχρι το σπίτι του, γιατί μένει οδός τρεχαγυρευόπουλου».