τρελάρας, ο, θηλ. τρελάρα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. τρελός], ο πολύ τρελός, που συμπεριφέρεται ανόητα, που ενεργεί απερίσκεπτα, ο έξαλλος, ο παλαβιάρης: «έχω γνωρίσει πολλούς τρελούς στη ζωή μου αλλά, τέτοιον τρελάρα πρώτη φορά μου συναντώ». (Λαϊκό τραγούδι: τρελάρες όλοι γίναμε, φτουρήσαμε, πληθύναμε // αν είσαι εσύ καλή, καλά θα ζήσουμε, αν είσ’ όμως τρελάρα, θα το διαλύσουμε
- είναι τρελάρας, είναι πολύ τρελός: «είναι τόσο τρελάρας, που κανένας δεν τον κάνει παρέα, γιατί συνεχώς δημιουργεί προβλήματα».