τρελαίνομαι, ρ. [<τρελαίνω], τρελαίνομαι. 1. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι πολύ: «τρελάθηκα, μέχρι να βρω τα λεφτά να καλύψω την επιταγή». 2. συμπεριφέρομαι ανόητα, ενεργώ απερίσκεπτα ή παράτολμα: «τρελάθηκες, που θέλεις να πουλήσεις σε τέτοια εξευτελιστική τιμή ολόκληρη διαμερισματάρα;». 3. μου αρέσει κάποιος ή κάτι πάρα πολύ: «τρελαίνομαι γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι πολύ κιμπάρης || τρελαίνομαι γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο || τρελαίνομαι για τη φασολάδα». (Λαϊκό τραγούδι: τρελαίνομαι για το χακί γιατ’ είναι δοξασμένο. μα σα ρωμιά πραγματική για έλληνες πεθαίνω).4. αισθάνομαι παράφορη αγάπη ή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι: «μόλις την είδε να μπαίνει στο γραφείο του, τρελάθηκε για πάρτη της». (Λαϊκό τραγούδι: έχω κάψες, έχω κάψες στην καρδιά και στο μυαλό, είμαι φουλ ερωτευμένος, πάω να τρελαθώ και να εκραγώ). 5. επιδίδομαι μετά μανίας σε κάτι που μου αρέσει: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, τρελάθηκε στα ταξίδια || τρελαίνεται για κουβέντα». 6. νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι, καλό ή κακό: «τρελάθηκα, μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του || δεν πίστευα που έλεγαν πως ήταν τόσο όμορφη, αλλά, μόλις την είδα, τρελάθηκα!». 7. χαίρομαι πάρα πολύ, ενθουσιάζομαι: «μόλις του ανήγγειλε ο πατέρας του πως του αγόρασε αυτοκίνητο, τρελάθηκε». (Τραγούδι: γλυκιά Ναπολιτάνα, με τη ματιά την πλάνα, μαζί όταν χορεύουμε τρελαίνομαι, μεθώ). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- είναι (για) να τρελαίνεσαι, α. λέγεται για να δείξουμε την έντονη αντιπάθεια ή δυσαρέσκειά μας για κάποιον ή για κάτι: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί, αν σε κολλήσει, είναι να τρελαίνεσαι, στο λέω || κάθε μεσημέρι κάνει τόση φασαρία το παλιόπαιδο, που είναι για να τρελαίνεσαι». β. λέγεται για κάποιον ή για κάτι που μας αρέσει πάρα πολύ: «γνώρισα μια γυναικάρα, που είναι για να τρελαίνεσαι || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, που είναι να τρελαίνεσαι»·
- μην τρελαίνεσαι! (προτρεπτικά, συμβουλευτικά ή ενθαρρυντικά) ηρέμησε: «μην τρελαίνεσαι, γιατί όλα θα πάνε μια χαρά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα·
- (να) μην τρελαθούμε! α. δηλώνει έντονη αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «είναι αδύνατο να πας με τ’ αυτοκίνητό σου στην Αθήνα μέσα σε τρεις ώρες, μην τρελαθούμε!». β. δηλώνει απόλυτη αυτογνωσία: «μπορεί να ’χω καλή φωνή, αλλά δεν είμαι και κανένας Καζαντζίδης, μην τρελαθούμε!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κιόλας· 
- πάω να τρελαθώ, κινδυνεύω να τρελαθώ: «έχω τόσα πολλά οικονομικά προβλήματα, που πάω να τρελαθώ». (Λαϊκό τραγούδι: έχω κάψες, έχω κάψες, στο κορμί και στο μυαλό, είμαι φουλ ερωτευμένος, πάω να τρελαθώ, και να εκραγώ
- τ’ αφεντικό τρελάθηκε και τα ’βαλ’ όλα τζάμπα, βλ. λ. αφεντικό·
- τρελάθηκα απ’ τα γέλια ή τρελάθηκα στα γέλια ή τρελάθηκα στο γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- τρελάθηκε απ’ τη χαρά του, βλ. λ. χαρά·
- τρελάθηκε στα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- τρελάθηκε στο τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- τρελάθηκε στο χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- τρελαίνεται στο τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- τρελαίνομαι απ’ τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- τρελαίνομαι με τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τρελαίνομαι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.