τράμπα, η, ουσ. [<τουρκ. trampa], η ανταλλαγή εμπορευμάτων ή αντικειμένων και γενικά κάθε ανταλλαγή: «δε δέχομαι αυτή την τράμπα, γιατί δε με συμφέρει»·
- δε γίνεται τράμπα με σκατά ή με σκατά δε γίνεται τράμπα ή με σκατά τράμπα δε γίνεται, ζητούνται ανταλλάγματα ανάλογα με αυτά που προσφέρονται: «εγώ σου δίνω κοτζάμ αυτοκίνητο κι εσύ μου δίνεις αυτό το ρολόι. Δε γίνεται τράμπα με σκατά, αγόρι μου»·
- κάνω τράμπα, ανταλλάσσω εμπόρευμα ή αντικείμενο: «την ώρα που ήταν να χωρίσουν, έκαναν τράμπα τα ρολόγια τους για να θυμάται ο ένας τον άλλον». Η φρ. πολλές φορές χρησιμοποιείται με την έννοια της ανταλλαγής των γυναικών ανάμεσα σε δυο φίλους: «κι επειδή είναι φίλοι, πρέπει να κάνουν τράμπα τις γυναίκες τους;».