άρωμα, το, ουσ. [<αρχ. ἄρωμα], το άρωμα. α. καλλυντικό παρασκεύασμα με ευχάριστη ευωδιά. β. ειρωνικά σημαίνει εντελώς το αντίθετο: «άνοιξε το βόθρο και μου ’ρθε ένα άρωμα στη μύτη»·
- δε μυρίζει άρωμα, α. (για δουλειές, υποθέσεις) δεν είναι νόμιμη, είναι ύποπτη, παράνομη: «εγώ θ’ αποχωρήσω απ’ αυτή τη δουλειά, γιατί απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, δε μυρίζει άρωμα». β. (για πρόσωπα) είναι ύποπτος, παράνομος, είναι του υποκόσμου: «μην κάνεις ξανά παρέα με τον τάδε, γιατί απ’ ό,τι έμαθα δε μυρίζει άρωμα»·
- είναι όλο(ς) φρου φρου κι αρώματα ή είναι μόνο φρου φρου κι αρώματα, βλ. λ. φρου φρου·
- τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκάλια, βλ. λ. μπουκάλι·
- χρώματα κι αρώματα, βλ. λ. χρώμα.