τρακτέρ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. tracteur], το τρακτέρ·
- ζεσταίνουν τα τρακτέρ τους, (για αγρότες) βλ. φρ. ζεσταίνουν τις μηχανές των τρακτέρ·
- ζεσταίνουν τις μηχανές των τρακτέρ, (για αγρότες) ετοιμάζονται για αγροτικές κινητοποιήσεις με κλείσιμο των εθνικών δρόμων: «οι βαμβακοπαραγωγοί δεν τα βρήκαν με την κυβέρνηση και ζεσταίνουν τις μηχανές των τρακτέρ». Από το ότι το κλείσιμο των δρόμων οι αγρότες το πραγματοποιούν με το να τοποθετούν τα τρακτέρ τους πάνω στο κατάστρωμά τους.