τράκο, το κ. τράκος, ο, ουσ. [<ιταλ. tracollo (= συμφορά)], το τρακάρισμα. (Τραγούδι: το τράκο ήταν το δεύτερο, Οκτώβρης ήταν πάλι, που ανάψαν τα τηλέφωνα, που ’χες ξανατρακάρει). 1. η αυστηρή επίπληξη: «μετά το τράκο του διευθυντή του, έγινε πολύ τυπικός στη δουλειά του». 2. μεγάλη οικονομική ζημιά, συμφορά: «μετά από τέτοιο τράκο που έπαθε, είναι κάπως απίθανο να συνέλθει»· βλ. και λ. τράκα·
- δίνω ένα τράκο ή δίνω έναν τράκο ή δίνω τράκο, βλ. φρ. δίνω μια τράκα, λ. τράκα·
- κάνω τράκο, βλ. συνηθέστ. κάνω τράκα, λ. τράκα·
- παθαίνω (γερό, μεγάλο) τράκο, παθαίνω (γερή, μεγάλη) ζημιά, ιδίως οικονομική, παθαίνω μεγάλη συμφορά: «έπαθε μεγάλο τράκο στη δουλειά του, που πάει για λουκέτο»·
- του δίνω ένα τράκο ή του δίνω έναν τράκο, τον επιπλήττω αυστηρά: «τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο και του ’δωσε έναν τράκο, που το φυσάει και δεν κρυώνει!».
- τρώω (γερό, μεγάλο) τράκο, βλ. συνηθέστ. παθαίνω (γερό, μεγάλο) τράκο.