τρακ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. trac], φόβος, ταραχή ή αμηχανία που δοκιμάζει κάποιος, όταν εμφανίζεται μπροστά σε πολύ κόσμο, όταν πρόκειται να κριθεί, να προτείνει κάτι ή όταν πρόκειται να έρθει σε επαφή με κάτι που για αντιμετωπίζει πρώτη φορά: «μπορεί να ’μαι παλιός ηθοποιός, αλλά κάθε φορά που πρόκειται να βγω στη σκηνή, είμαι κυριευμένος από τρακ». (Τραγούδι: έχω απόψε ραντεβού, ραντεβού με σένα, κι απ’ το τρακ τα λόγια μου τα ’χω μπερδεμένα
- έχω τρακ, είμαι κυριευμένος από φόβο, ταραχή ή αμηχανία, καθώς πρόκειται να εμφανιστώ μπροστά σε πολύ κόσμο, καθώς πρόκειται να κριθώ, να προτείνω κάτι ή να έρθω σε επαφή με κάτι που αντιμετωπίζω για πρώτη φορά: «αύριο δίνω γραπτές εξετάσεις στο μάθημα της ανατομίας κι έχω τρακ»·
- παθαίνω τρακ, κυριεύομαι από φόβο, ταραχή ή αμηχανία, καθώς πρόκειται να εμφανιστώ μπροστά σε πολύ κόσμο, καθώς πρόκειται να κριθώ, να προτείνω κάτι ή να έρθω σε επαφή με κάτι που αντιμετωπίζω για πρώτη φορά: «όταν πρόκειται να ζητήσω κάτι για τους άλλους, το ζητώ με μεγάλη άνεση, όταν όμως πρόκειται να ζητήσω κάτι για μένα, παθαίνω τρακ».