τραγουδώ κ. τραγουδάω, ρ. [<μσν. τραγουδῶ <αρχ. τραγωδῶ], τραγουδώ. 1.  επαναλαμβάνω συνέχεια κάτι: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, μια φορά με βοήθησες και συνέχεια μου το τραγουδάς». 2. στην προστακτ. τραγούδα, έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει απεγνωσμένα τι να κάνω ή τώρα τι θα κάνω·
- δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- μην το τραγουδάς, (ειρωνικά) μην επαναλαμβάνεις συνέχεια κάτι: «μια φορά με δάνεισες κι εσύ λεφτά, μην το τραγουδάς σ’ όλο τον κόσμο»·
- μιλάμε ή τραγουδάμε; βλ. λ. μιλώ·
- σαλίγκαρος καιότανε κι εκείνος τραγουδούσε, βλ. λ. σαλίγκαρος·
- τραγούδα, τραγούδα! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που τραγουδάει για να μας δείξει την αδιαφορία του ή τη χαρά του για κάποιο πάθημα ή ατόπημά μας, με την έννοια ότι μπορεί να πάθει και ο ίδιος αυτό που πάθαμε εμείς ή ότι θα έρθει καιρός που θα του συμπεριφερθούμε με τον ίδιο τρόπο, όταν πέσει και αυτός σε κάποιο ατόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μαλάκα. Συνών. γέλα, γέλα! ·
- τώρα τραγούδα, έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «ήρθα για τη θέση του νυχτοφύλακα που ζητήσατε. -Τώρα τραγούδα, γιατί μετά από τόσες μέρες η θέση δόθηκε σε άλλον». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημέρα! / τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα κάτσε! (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα χαίρετε! / τώρα χαιρετίσματα!