τραβώ κ. τραβάω, ρ. [<μσν. τραβῶ <ταυρῶ, από το ’εταύρισα, αόρ. του μσν. ρ. ταυρίζω <ταῦρος], τραβώ. 1. ελκύω, θέλγω, γοητεύω: «τραβάει τους άντρες σαν το μαγνήτη». (Τραγούδι: μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις, γιατί πάνω σου με τραβάει κατιτί, μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις και στην αγκαλιά μου θα πέσεις). 2. υφίσταμαι κάτι κακό ή ανεπιθύμητο, υποφέρω: «το τι τράβηξε τόσα χρόνια απ’ τη γυναίκα του, δε λέγεται!». (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου). 3. παρατείνομαι, διαρκώ, συνεχίζομαι: «πόσον καιρό τράβηξε η αρρώστια του; || θα τραβήξει πολύ ακόμη αυτή η φασαρία!». 4. κατευθύνομαι: «προς τα πού τράβηξε, μόλις βγήκε απ’ το καφενείο;». (Λαϊκό τραγούδι: σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκα τα μυαλά μου // απόψε πήρε άδεια και με την τσέπη άδεια τραβάει για την πόλη). 5. οδηγώ κάποιον κάπου δια της βίας: «οι αστυνομικοί είχαν πιάσει το διαδηλωτή και τον τραβούσαν προς την κλούβα». (Λαϊκό τραγούδι: κι από κακή μου σύμπτωση να δυο χωροφυλάκοι, και με τραβάνε στο γεντί για ένα κοριτσάκι). 6. ρουφώ, καπνίζω: «ρούφηξε το τσιγάρο του κι έδιωξε με δύναμη απ’ το στόμα του τον καπνό που τράβηξε». (Λαϊκό τραγούδι: τράβα, ρούφα, πάτα τονε, πάτα τονε κι άναφ’ τονε). 7. πίνω κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό και γενικά πίνω: «τράβηξε μια παγωμένη μπίρα απνευστί || τράβηξε ένα ποτήρι νερό». (Λαϊκό τραγούδι: και τα μάτια του πριν κλείσει, ζήτηξ’ άλλη μια φορά δυο ποτήρια να τραβήξει για στερνή του πια χαρά). 8. αισθάνομαι, δοκιμάζω, υπομένω, υποφέρω: «τράβηξε πολλά βάσανα στην ξενιτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο πουκάμισο θα βρω μαύρο σαν την καρδιά σου, για να ταιριάζει η φορεσιά στα βάσανά μου τα βαριά, όπου τραβώ κοντά σου). 9. ανοίγω ή κλείνω: «τράβηξε τις κουρτίνες για να μπει λίγος ήλιος στο δωμάτιο || βγαίνοντας τράβηξε πίσω του την πόρτα || τράβηξε το παραβάν για να μη φαίνεται». 10. κάνω ανάληψη χρημάτων: «θα τραβήξω ένα ποσό απ’ τις καταθέσεις μου για να πάω διακοπές». 11. αποσπώ χρήματα από κάποιον με εκβιαστικό τρόπο: «για να μη μαρτυρήσει στη γυναίκα του πως έχει γκόμενα, του τραβάει κάθε τόσο διάφορα ποσά». 12α. στο γ΄ εν. πρόσ. τραβάει, (για μηχανές ή μηχανήματα) έχω αντοχή, δύναμη: «τ’ αυτοκίνητό μου τραβάει μια χαρά στην ανηφόρα || έχει παλιά μηχανή τ’ αυτοκίνητό μου, γι’ αυτό δεν τραβάει στην ανηφόρα». β. (για αυτοκίνητα) καθώς βρίσκεται σε κίνηση κλίνει προς τη μια πλευρά: «πρέπει να πάω τ’ αυτοκίνητό μου για ευθυγράμμιση, γιατί τραβάει δεξιά». γ. (για προϊόντα) καταναλώνω: «η ευρωπαϊκή αγορά τραβάει τα περισσότερα γεωργικά προϊόντα μας». 13α. τράβα (προστακτ.) κατευθύνσου, πήγαινε: «τράβα στο τάδε μπαράκι». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα πίσω τράβα, στην Αθήνα τράβα, για το μπουζουκάκι απ’ το Σμυρνιωτάκη). β. ξεκίνα: «μόλις φύγει ο άλλος, τράβα κι εσύ». (Λαϊκό τραγούδι: καροτσέρη τράβα, να πάμε στα Ταταύλα). γ. πήγαινε: «τράβα να φωνάξεις τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τράβα να βρεις κάν’ άλλονε, να ’ναι ρεφαρισμένος και μην κολλάς σε μέναμε, είμαι μπατιρημένος)·βλ. και λ. τραβολογώ. (Ακολουθούν 181 φρ.)·
- αφήνω τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν τραβά η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- δεν τραβάει, (ειδικά για σχέση) έπαψε να συγκινεί, να έχει ενδιαφέρον, τελμάτωσε: «επειδή δεν τραβάει άλλο η σχέση μας αποφασίσαμε να χωρίσουμε και να πάρει ο καθένας το δρόμο του»·
- δεν τραβάει το τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- δεν τραβάμε τα βυζιά μας! ή δεν τραβάμε τα βυζιά μας να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- δεν τραβάς τα βυζιά σου! ή δεν τραβάς τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- δεν τραβώ ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- είναι (για) να τραβάς τα μαλλιά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! βλ. λ. μαλλί·
- είναι (για) να τραβάς το γιακά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς το γιακά του! βλ. λ. γιακάς·
- θα σου τραβήξω μια! θα σε χτυπήσω, θα σου δώσω ένα χτύπημα: «αν θα σου τραβήξω μια, θα δεις τον ουρανό με τ’ άστρα!». Τις περισσότερες φορές το χτύπημα που εννοούμε είναι το χαστούκι ή η γροθιά, γι’ αυτό, ανάλογα η φρ. συνοδεύεται από την επίδειξη της εσωτερικής πλευράς της παλάμης μας ή από την επίδειξη της γροθιάς μας. Υπάρχει και περίπτωση που εννοούμε την κλοτσιά, οπότε, σ’ αυτή την περίπτωση, το πόδι μας κινείται ελαφρά προς τα πίσω, όπως όταν ετοιμαζόμαστε να κλοτσήσουμε κάποιον ή κάτι·
- θα σου τραβήξω τ’ αφτί ή θα σου τραβήξω τ’ αφτιά ή θα στα τραβήξω τ’ αφτιά,, βλ. λ. αφτί·
- … και ξανά προς τη δόξα τραβά, βλ. λ. δόξα·
- με τραβάει το ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- μην το τραβάς, μη δίνεις μάκρος, συνέχεια σε μια δυσάρεστη υπόθεση ή κατάσταση: «απ’ τη στιγμή που σου ζήτησε συγνώμη ο άνθρωπος, μην το τραβάς κι εσύ άλλο κι απόσυρε τη μήνυση». (Λαϊκό τραγούδι: άσε με στη βαθιά σκοτούρα και μην αρχίζεις τη μουρμούρα· κόφ’ το γαζί μην το τραβούμε, σβήσε το φως να κοιμηθούμε
- ό,τι τραβά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι τραβά η όρεξή σου, βλ. λ. όρεξη·
- ό,τι τραβά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- ό,τι τραβάει ο οργανισμός σου, βλ. λ. οργανισμός·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πόσο τραβάει ο μήνας; βλ. λ. μήνας·
- σόι τραβάει το βασίλειο, βλ. λ. σόι·
- τα τραβώ, υφίσταμαι, υπομένω τις συνέπειες από κακές ή άστοχες ενέργειές μου ή ενέργειες άλλων: «όταν με συμβούλευε ο πατέρας μου, εγώ δεν τον άκουγα και τώρα τα τραβώ || άλλοι κάνουν τις βλακείες κι εγώ τα τραβώ»·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- την τραβάει (ενν. την πούτσα, την ψωλή, ιδίως τη μαλακία), α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται και την τραβάει». β. αυνανίζεται: «τον έπιασαν μέσ’ στο αποχωρητήριο να την τραβάει»·
- την τραβάει (ενν. τη μαύρη, την πρέζα), καπνίζει μαύρη, χασίσι, την πρέζα, είναι ναρκομανής: «απ’ τη μέρα που έμαθαν στην παρέα του πως την τραβάει, τον έκαναν πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: πες μας αν έχουν μπαγλαμά, μπουζούκια και γλεντάνε, έχουν ντεκέδες, έχουν τσαρδί, πού πάν’ και την τραβάνε;
- την τραβώ, βλ. συνηθέστ. την τραβολογώ, λ. τραβολογώ·
- της τράβηξα ένα πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- της τράβηξα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- τι ζόρι τραβάς; βλ. λ. ζόρι·
- τι καπνό τραβάει; βλ. λ. καπνός2·
- τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε! (γενικά) ειρωνική αναφορά στις δυσκολίες ή στις υποχρεώσεις της ζωής·
- τι τραβάμε (κι) εμείς οι παντρεμένοι! βλ. λ. παντρεμένος·
- τι τραβάμε (κι) εμείς οι χορεύτριες! βλ. λ. χορεύτρια·
- το τραβάει, πίνει πολύ ή καπνίζει χασίσι: «δεν μπορώ να τον παρακολουθήσω στο πιοτό, όταν καθόμαστε να πιούμε, γιατί αυτός το τραβάει || απ’ τον καιρό που άρχισε να το τραβάει, έχει συνέχεια μπλεξίματα με την  αστυνομία»·
- το τραβάει η όρεξή σου! βλ. λ. όρεξη·
- το τραβάει ο οργανισμός σου! βλ. λ. οργανισμός·
- το τραβήξαμε πολύ, βλ. λ. πολύς·
- το τραβήξαμε ως αργά, βλ. λ. αργά·
- το τραβώ, α. πίνω πολύ ή καπνίζω χασίσι: «επειδή ξέρουν πως το τραβώ, δε θέλει κανένας να με παραβγεί στο πιοτό || απ’ τη μέρα που άρχισα να το τραβώ, είμαι συνέχεια αποχαυνωμένος». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισα να στρίβω σιγαρέτο και μέρα νύχτα το τραβάω σαν τρελή πω, πω, τι γλύκα που τη βρήκα να μεθάει πιο πολύ κι απ’ το φιλί). β. παρατείνω μια δουλειά, μια υπόθεση, μια κατάσταση ή μια σχέση: «πολύ το τραβάς μ’ αυτή τη δουλειά που ανέλαβες, γι’ αυτό πρέπει να βιαστείς λιγάκι || πολύ το τραβάς μ’ αυτή την κοπέλα, άντε, παντρέψου την να τελειώνουμε!». γ. δίνω μάκρος, συνέχεια σε μια δυσάρεστη υπόθεση ή κατάσταση, ξεπερνώ τα όρια: «πολύ το τραβάς μ’ αυτό το πείσμα σου και δε θα σου βγει σε καλό»·
- το τραβώ μέχρι τα άκρα, βλ. λ. άκρο·
- το τραβώ μέχρι το τέλος, βλ. λ. τέλος·
- τον τραβάει απ’ το μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- τον τραβάει απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- τον τραβώ κοντά μου, βλ. λ. κοντά·
- τον τραβώ στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήριο·
- του τραβάει λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- του τράβηξα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του τράβηξα ένα μπάτσο ή του τράβηξα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσα·
- του τράβηξα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του τράβηξα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του τράβηξα μια γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- του τράβηξα μια καρπαζιά, βλ. λ. καρπαζιά·
- του τράβηξα μια κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- του τράβηξα μια μπουνιά, βλ. λ. μπουνιά·
- του τράβηξα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του τράβηξα μια φάπα, βλ. λ. φάπα·
- του τράβηξα τ’ αφτί ή του τράβηξα τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του τράβηξε μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του τραβώ αβανιά ή του τραβώ την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του τραβώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του τραβώ ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- του τραβώ ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του τραβώ ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- του τραβώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του τραβώ ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του τραβώ ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του τραβώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- του τραβώ μια αβανιά ή του τραβώ την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του τραβώ τα γκέμια ή του τραβώ το γκέμι, βλ. λ. γκέμι·
- του τραβώ χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- τράβα από δω, βλ. λ. εδώ·
- τράβα αρόδο, βλ. λ. αρόδο·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου!  βλ. λ. δουλειά·
- τραβά η καρδιά μου ή η καρδιά μου τραβά, βλ. λ. καρδιά·
- τραβά η μάπα του, βλ. λ. μάπα·
- τραβά η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- τραβά η όρεξή μου, βλ. λ. όρεξη·
- τραβά η ψυχή μου ή η ψυχή μου τραβά, βλ. λ. ψυχή·
- τράβα (και) το καζανάκι, βλ. λ. καζανάκι·
- τράβα (και) το Νιαγάρα, βλ. λ. Νιαγάρας·
- τράβα κορδέλα! βλ. λ. κορδέλα·
- τράβα κορδόνι! βλ. λ. κορδόνι·
- τράβα με κι ας κλαίω ή τραβάτε με κι ας κλαίω, λέγεται για άτομο που, ενώ προσποιείται πως δε θέλει κάτι, εντούτοις το θέλει πάρα πολύ, ιδίως όταν πρόκειται για δεσμό με γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: μην ακούς τι λέω, τράβα με κι ας κλαίω
- τράβα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- τράβα πόνο για ομορφιά, βλ. λ. ομορφιά·
- τράβα στο καλό! βλ. λ. καλός·
- τράβα τα βυζιά σου! ή τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- τράβα τράβα, τον (την) έκανες λάστιχο! (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. λάστιχο·
- τραβάει κόλλημα, βλ. λ. κόλλημα·
- τραβάει μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- τραβάει πιστόλι, βλ. λ. πιστόλι·
- τραβάει σαν σφουγγάρι ή τραβάει σαν το σφουγγάρι, βλ. λ. σφουγγάρι·
- τραβάει σαν μαγνήτης ή τραβάει σαν το μαγνήτη, βλ. λ. μαγνήτης·
- τραβάει σε μάκρος, βλ. λ. μάκρος·
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβάει την ανηφόρα, βλ. λ. ανηφόρα·
- τραβάει το αίμα, βλ. λ. αίμα·
- τραβάει το πετσάκι του, βλ. λ. πετσάκι·
- τραβάει τον αλίμονο, βλ. λ. αλίμονο(!)·
- τραβάει φαλτσέτα, βλ. λ. φαλτσέτα·
- τραβάμε τον ίδιο ντορό, βλ. λ. ντορός·
- τραβάς κανένα ζόρι;  βλ. λ. ζόρι·
- τράβηξαν χειρόφρενο, (για επαγγελματίες οδηγούς) βλ. λ. χειρόφρενο·
- τράβηξε καταπέρα, βλ. λ. καταπέρα·
- τραβώ βενζίνα, βλ. λ. βενζίνα·
- τραβώ βίντεο ή τραβώ σε βίντεο, βλ. λ. βίντεο·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- τραβώ γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τραβώ ένα ζόρι! ή τραβώ κάτι ζόρια! βλ. λ. ζόρι·
- τραβώ ένα μανίκι, βλ. λ. μανίκι·
- τραβώ ένα φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- τραβώ ένα φοινίκι, βλ. λ. φοινίκι·
- τραβώ έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- τραβώ έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- τραβώ κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τραβώ κατά πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τραβώ καταπέρα, βλ. λ. καταπέρα·
- τραβώ κορδέλα, βλ. λ. κορδέλα·
- τραβώ κορδόνι, βλ. λ. κορδόνι·
- τραβώ κουπί, βλ. λ. κουπί·
- τραβώ κουτουρού, βλ. λ. κουτουρού·
- τραβώ κρασί, βλ. λ. κρασί·
- τραβώ λάδι, βλ. λ. λάδι·
- τραβώ λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- τραβώ λαχτάρα, βλ. λ. λαχτάρα·
- τραβώ λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- τραβώ μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- τραβώ μια ξερή (ενν. μαλακία), βλ. λ. ξερός·
- τραβώ μια παχιά (ενν. μαλακία), βλ. λ. παχύς·
- τραβώ μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- τραβώ νερό, βλ. λ. νερό·
- τραβώ παρά πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τραβώ παραπέρα, βλ. λ. παραπέρα·
- τραβώ πείνα ή τραβώ πείνες, βλ. λ. πείνα·
- τραβώ πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τραβώ πετρέλαιο, βλ. λ. πετρέλαιο·
- τραβώ πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- τραβώ σε μάκρος (κάτι), βλ. λ. μάκρος·
- τραβώ στα σκοτεινά, βλ. λ. σκοτεινός·
- τραβώ στα τυφλά, βλ. λ. τυφλός·
- τραβώ στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τραβώ στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- τραβώ στην τύχη, βλ. λ. τύχη·
- τραβώ τα βυζιά μου ή τραβώ τα βυζιά μου να μεγαλώσουν, βλ. λ. βυζί·
- τραβώ τα μαλλιά μου, βλ. λ. μαλλί·
- τραβώ τα πάνδεινα, βλ. λ. πάνδεινα·
- τραβώ τα χέρια μου (από κάπου), βλ. λ. χέρι·
- τραβώ ταινία, βλ. λ. ταινία·
- τραβώ τεμπεσίρι, βλ. λ. τεμπεσίρι·
- τραβώ τη λέζα, βλ. λ. λέζα1·
- τραβώ τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- τραβώ τη σκαντάλη, βλ. λ. σκαντάλη·
- τραβώ την αμπάρα, βλ. λ. αμπάρα·
- τραβώ την κουρτίνα, βλ. λ. κουρτίνα·
- τραβώ την ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- τραβώ την πρίζα (από κάποιον), βλ. λ. πρίζα·
- τραβώ τις κωλότριχές μου, βλ. λ. κωλότριχα·
- τραβώ το γιακά μου, βλ. λ. γιακάς·
- τραβώ το διάβολό μου, βλ. λ. διάβολος·
- τραβώ το δρόμο μου, βλ. λ. δρόμος·
- τραβώ το καζανάκι, βλ. λ. καζανάκι·
- τραβώ το μάνταλο, βλ. λ. μάνταλο·
- τραβώ το ποτήρι μου (το ποτηράκι μου), βλ. λ. ποτήρι·
- τραβώ το σκοινί, βλ. λ. σκοινί·
- τραβώ το σύρτη, βλ. λ. σύρτης·
- τραβώ το τσιγάρο μου, βλ. λ. τσιγάρο·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τραβώ τον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- τραβώ του λιμανιού τα βάσανα ή τραβώ του λιμανιού τα πάθη, βλ. λ. λιμάνι·
- τραβώ του λιναριού τα βάσανα ή τραβώ του λιναριού τα πάθη, βλ. λ. λινάρι·
- τραβώ του Χριστού τα πάθη, βλ. λ. πάθος·
- τραβώ των παθών μου τον τάραχο, βλ. λ. πάθος·
- τραβώ φαλιμέντο, βλ. λ. φαλιμέντο·
- τραβώ φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. λ. φύλλο·
- τραβώ φωτογραφία ή τραβώ φωτογραφίες, βλ. λ. φωτογραφία·
- τραβώ χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) βλ. λ. χαρτί·
- τραβώ χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- τραβώ χρήματα (από κάποιον), βλ. λ. χρήμα·
- τραβώ χρήματα (απ’ την τράπεζα), βλ. λ. χρήμα·
- τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί.