τούτος κ. ετούτος, -η, -ο, δεικτ. αντων. [ήδη μτγν. τοῦτοι, από τις πλάγιες πτώσεις τούτου, τούτων, και από το ουδ. τοῦτο της αρχ. αντων. οὗυτος], αυτός: «μ’ έχει πάρα πολύ στενοχωρήσει τούτος ο άνθρωπος». (Δημοτικό τραγούδι: δεν την παίρνω, θα την πάρεις, άλλα λόγια λέτε, ρε παιδιά, τι καμώματα είναι τούτα, με το ζόρι παντρειά). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- άλλο και τούτο! ή άλλο και τούτο πάλι! ή άλλο πάλι και τούτο! βλ. λ. άλλος·
- άλλος και τούτος! ή άλλος και τούτος πάλι! ή άλλος πάλι και τούτος! βλ. λ. άλλος·
- από τούτα κι από κείνα, βλ. φρ. με τούτα και μ’ εκείνα. (Λαϊκό τραγούδι: από τούτα κι από κείνα δε βαστιέται η καρδερίνα
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- διά τούτο, βλ. φρ. γι’ αυτό, λ. αυτός·
- εκτός τούτου, εκτός από αυτό, επιπλέον: «εκτός τούτου, υπάρχει κι άλλο πρόβλημα || εκτός τούτου, εγκυμονεί κι άλλος κίνδυνος»·
- επί τούτου ή επί τούτο, γι’ αυτόν το συγκεκριμένο σκοπό, γι’ αυτόν το συγκεκριμένο λόγο, επίτηδες: «ό,τι έκανε, το ’κανε επί τούτου για να με προκαλέσει»·
- καλό και τούτο! βλ. λ. καλός·
- καλός είναι και τούτος! βλ. λ. καλός·
- καλός και τούτος! βλ. λ. καλός·
- με τούτα και με κείνα ή με τούτα και με τ’ άλλα, αυτών που λέγονται ή γίνονται κατά τη διάρκεια μιας κουβέντας ή μιας προσπάθειας: «πιάσαμε την κουβέντα και με τούτα και με κείνα πέρασε η ώρα»· βλ. και φρ. πότε τούτα και πότε εκείνα·
- να και τούτη να και κείνη (ενν. γροθιές, μπάτσες, μπουνιές, ξυλιές, σφαλιάρες), λέγεται για αλλεπάλληλα χτυπήματα σε κάποιον που δίνονται κατά τη διάρκεια συμπλοκής: «μόλις πιάστηκαν στα χέρια τον άρχισε ο δικός σου στις γροθιές και να και τούτη να και κείνη τον ζάλισε τον άνθρωπο»·
- πότε τούτα και πότε εκείνα, με αλλεπάλληλες προφάσεις: «δεν είχε το μυαλό του στη δουλειά και πότε τούτα και πότε εκείνα την έκανε συνεχώς κοπάνα». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι που πας, δε θα μονοιάσουμε ποτέ με τις προφάσεις, πότε τούτα, πότ’ εκείνα και θα με παίρνουνε οι φίλοι στο μεζέ και θα με λεν κορόιδο πρώτο στην Αθήνα)· βλ. και φρ. με τούτα και μ’ εκείνα·  
- προς τούτο, για το σκοπό αυτό: «έχει ξεκινήσει οργανωμένη εκστρατεία κατά των ναρκωτικών και προς τούτο έχει διατεθεί από την κυβέρνηση μεγάλο κονδύλιο»·
- τι ’ναι τούτο! ή  τι ’ναι τούτο πάλι! έκφραση απόγνωσης για κάτι κακό που μας έτυχε απροσδόκητα: «τι ’ναι τούτο που μας βρήκε στα καλά καθούμενα!»·
- τι ’ναι τούτος! ή  τι ’ναι τούτος πάλι! έκφραση απόγνωσης που αναφέρεται σε άτομο με το οποίο δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε: «του μιλούσα μια ώρα και δεν εννοούσε να καταλάβει. Τι ’ναι τούτος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα· βλ. και φρ. τι πράμα είν’ αυτός! λ. πρά(γ)μα·
- τι πράμα είναι τούτος! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τούτο(ς) (ε)δώ, έκφραση με την οποία δίνουμε περισσότερη έμφαση σε αυτό(ν) που δείχνουμε: «τούτος εδώ στη φωτογραφία είμαι εγώ || τούτο δω είναι το πατρικό μου σπίτι»·
- ως εκ τούτου, όπως μπορεί να καταλάβει κανείς από τα προηγούμενα, όπως προκύπτει από τα προηγούμενα: «υπάρχει μεγάλη αναδουλειά και, ως εκ τούτου, μπορείς να καταλάβεις πως πρέπει να κάνουμε αιματηρή οικονομία».