τουρσί, το, ουσ. [<τουρκ. turşu], λαχανικό που διατηρείται σε ξίδι ή άρμη: «πιπεριές τουρσί || αγγουράκια τουρσί || μελιτζάνες τουρσί»·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. συνηθέστ. έγινε τουρλού η δουλειά, λ. δουλειά·
- έκανα τουρσί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα τουρλού τη δουλειά, λ. δουλειά·
- τα κάνω τουρσί, βλ. συνηθέστ. τα κάνω τουρλού, λ. τουρλού·
- το κάνω τουρσί, μου δίνουν κάποιο αντικείμενο που έπαψε πια να μου είναι χρήσιμο ή κατάλληλο για κάτι και δεν ξέρω τι να το κάνω, μου είναι άχρηστο. Συνήθως η φρ. σε ερωτηματικό τύπο: τι να το κάνω τώρα, τουρσί(;)·
- τον κάνω τουρσί, βλ. συνηθέστ. τον κάνω τουρλού, λ. τουρλού.