τούρλα, η, ουσ. [<μσν. τούρλα <τρούλλα (μετάθ. του ρ.)], η τούρλα· η στύση του πέους: «έχω μια τούρλα, που, αν δεν πάω με γυναίκα, θα τρελαθώ!». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν έχει στύση, αυτή γίνεται αντιληπτή από το φούσκωμα του παντελονιού του·
- πάνω στην τούρλα του Σαββάτου, βλ. φρ. στην τούρλα του Σαββάτου·
- σεκεμέ και πάνω τούρλα ή σεκεμέ κι απάνω τούρλα, βλ. λ. σεκεμέ·
- στ’ αρχίδια μου (μας) και πάνω τούρλα ή στ’ αρχίδια μου (μας) κι απάνω τούρλα, βλ. λ. αρχίδι·
- στην τούρλα του Σαββάτου, λέγεται για κάτι που γίνεται την τελευταία στιγμή και για το λόγο αυτό γίνεται βιαστικά και με κάποιον εκνευρισμό: «ήρθε στην τούρλα του Σαββάτου κι ήθελε να πιάσουμε κουβέντα»·
- την κάνω τούρλα (ενν. την κοιλιά μου), βλ. συνηθέστ. την κάνω ταράτσα, λ. ταράτσα.