Τούρκος, ο, θηλ. Τουρκάλα, η, ουσ. [<μσν. Τοῦρκος <τουρκ. türk], ο Τούρκος· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) απαράδεκτος εθνικά υβριστικός χαρακτηρισμός των ποδοσφαιριστών και των φιλάθλων της ποδοσφαιρικής ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. Θεσσαλονίκης από ορισμένους ανεγκέφαλους χουλιγκάνους, ιδίως της συμπρωτεύουσας, όπου η εν λόγω ομάδα έχει και την έδρα της: «οι Τούρκοι ξεσηκώθηκαν στην εξέδρα κι έβριζαν το διαιτητή για το φάουλ που κατακύρωσε σε βάρος της ομάδας τους». Από το ότι η βραχυγραφία Π.Α.Ο.Κ. που σημαίνει Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών, ιδρύθηκε από πρόσφυγες του Πόντου και της Μ. Ασίας και μάλιστα από Κωνσταντινουπολίτες. Πρβλ. γαμιέται ο Π.Α.Ο.Κ. και η Τουρκία (υβριστικό σύνθημα οπαδών αντίπαλων ομάδων)· βλ. και λ. Βούργαροι και χανούμισσες·
- βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα! λέγεται για άτομο που είναι πολύ αναστατωμένο, πολύ εκνευρισμένο: «κάθε φορά που χάνει η ομάδα του, μη του λες κουβέντα, γιατί βαστάτε Τούρκοι τ’ άλογα!». Από την εικόνα των Τούρκων, κατά την περίοδο της ελληνικής Επανάστασης του 1821, οι οποίοι σε κάθε μάχη προσπαθούσαν να μη χάσουν τα άλογά τους, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσαν να φύγουν σε περίπτωση υποχώρησης και θα έπεφταν αιχμάλωτοι στους Έλληνες. Πρβλ.: τ’ άλογο! τ’ άλογο, Ομέρ Βριόνη. Το Σούλι εχούμισε και μας πλακώνει. Τ’ άλογο! τ’ άλογο! ακούς σφυρίζουν ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν (Αριστ. Βαλαωρίτης)·
- γίνομαι Τούρκος, θυμώνω πάρα πολύ, εξάπτομαι, εξοργίζομαι, εξαγριώνομαι: «πώς να μη γίνεσαι Τούρκος μ’ όλο αυτό το πολιτικό μπάχαλο που επικρατεί τελευταία στη χώρα μας!». (Τραγούδι: έγινα για σένα Τούρκος, εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές, να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του κι εγώ να παίζω καρεκλιές). Από το ότι τον καιρό της τουρκοκρατίας οι Τούρκοι, για να φοβούνται οι κατακτημένοι Έλληνες, προσποιούνταν με το παραμικρό πως εξοργίζονταν·
- τον έκανε Τούρκο, τον θύμωσε πάρα πολύ, τον εξόργισε, τον εξαγρίωσε: «τον έκανε Τούρκο, μόλις του ’βρισε τη μάνα, γι’ αυτό κι άλλος όρμησε να τον δείρει»·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, όταν συναναστρέφεσαι άτομο που ξέρεις πως διάκειται εχθρικά απέναντί σου, να προσέχεις να μη σου κάνει ύπουλα κάποιο κακό: «αν θέλεις να κάνεις δουλειά μαζί του, να την κάνεις, αλλά τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, γιατί δε μου φαίνεται σόι αυτός ο άνθρωπος». Από το ότι οι Τούρκοι είναι επιρρεπείς στο οθωμανικό.